- ρινόβατος
- ο / ῥινόβατος, ΝΑ, και ῥινοβάτης Αζωολ. ονομασία ψαριού με σκληρό και τραχύ δέρμα, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος σελάχιων υποτρηματικών χονδροϊχθύων, αντιπροσωπευτικό τής οικογένειας ρινοβατίδες, που απαντούν στην παράκτια, συνήθως, ζώνη τών εύκρατων και θερμών θαλασσών και φέρουν ανεπτυγμένα λοβοειδή θωρακικά πτερύγια που ενώνονται, στο ύψος τών ματιών, με το κεφάλι («ἔστι γὰρ τις ἰχθύς, ὅς καλεῑται ῥινόβατοςἔχει γὰρ τὴν μὲν κεφαλὴν καὶ τὰ ἔμπροσθεν βάτου, τὰ δ' ὄπισθεν ῥίνης, ὡς γενόμενος ἐξ ἀμφοτέρων τούτων», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίνη «είδος ψαριού» + βάτος «είδος σελαχοειδούς»].
Dictionary of Greek. 2013.